- θηλύνους
- θηλύνους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που έχει γυναικεία μυαλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ-* + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νονς, σύν-νους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηλύνους — θηλύνοος of womanish mind masc/fem nom pl θηλύνοος of womanish mind masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
ԻԳԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0844 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 11c, 12c, 13c չ. θηλύνομαι, ἑκθηλύνομαι effeminor, emollior. ուստի իգացեալ. θηλύνους effeminatus μαλακός mollis. լինել որպէս զէգ մեղկ եւ թոյլ. կնատիլ. ... *Որ ոչն իգանայ, եւ ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)